- συνεργάσιμος
- -η, -οαυτός που δείχνει πνεύμα συνεργασίας, που συνεργάζεται εύκολα με τους άλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνεργάσιμος — η, ο, Ν [συνεργασία] αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να συνεργαστεί … Dictionary of Greek